τοποτηρητής — warden of a masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοποτηρητής — ο, ΝΜΑ [τοποτηρῶ] νεοελλ. 1. αναπληρωτής, αντικαταστάτης 2. εκκλ. αναπληρωτής επισκόπου σε σύνοδο νεοελλ. μσν. 1. (στο Βυζ.) πολιτικό αξίωμα τού οποίου ο κάτοχος αντικαθιστούσε τον αρχηγό σε όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές υπηρεσίες 2.… … Dictionary of Greek
τοποτηρηταῖς — τοποτηρητής warden of a masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοποτηρηταί — τοποτηρητής warden of a masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοποτηρητοῦ — τοποτηρητής warden of a masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοποτηρητῇ — τοποτηρητής warden of a masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοποτηρητήν — τοποτηρητής warden of a masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοποτηρητῶν — τοποτηρητής warden of a masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βικάριος — ο (Μ βικάριος) 1. αναπληρωτής, τοποτηρητής 2. επίτροπος επισκόπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. vicarius «αυτός που κάνει κάτι στη θέση άλλου, ο τοποτηρητής»] … Dictionary of Greek
δικαίος — ο (Μ δικαῑος και δίκαιος) νεοελλ. μοναχός ο οποίος ορίζεται τοποτηρητής ή αναπληρωτής τού ηγουμένου για ένα έτος μσν. τοποτηρητής θρησκευτικού ή κοσμικού άρχοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. αποσπάστηκε και αποτέλεσε αυτοτελή λέξη, από το … Dictionary of Greek